Ελληνικές Ρίζες: η πύλη του γρίκου του Σαλέντο 🇮🇹
Η φωνή: η φωνή του γκρίκο σε δεκάδες ζωντανές ηχογραφήσεις.

Cunti: Οι τρεις αδελφοί
Mia forà ìkhe a ciuri ce mia mana.Μια φορά υπήρχε ένας πατέρας και μια μητέρα.
Irte o tànato c'epìre im mana Ήρθε ο θάνατος και πήρε τη μητέρα
c'èfike o ciuri ma tria pedìa. και άφησε τον πατέρα με τρία παιδιά.
Itta tria pedìa, ena ìgue Pati, o addos Antonài Αυτά τα τρία παιδιά, ένα λεγόταν Πάτι, το άλλο Αντωνούτσιο,
ce o addos Trianniscia , jatì iane fiakkuliddo. και το τρίτο Τριαννίσσια, γιατί ήταν αρκετά ανόητος.
Pese adìnato o ciuri , Αρρώστησε ο πατέρας
c'efònase to pedì to mea ce puru ton Antonài, c'ipe: και κάλεσε τον μεγαλύτερο γιο και τον Αντονούτσιο και είπε: "Ελάτε παιδιά μου, που πρέπει να σας τακτοποιήσω.
Delàte, pedàgia-mu, ti e ekho na sas eftiàso. Εγώ έχω δύο βόδια και μια αγελάδα
Evò ekho dio vùja ce mian aghelàta: το καλό ζευγάρι θα σας το δώσω σε εσάς ,
to zuguàri to kalò sas to dio esà, την πιο αδύναμη αγελάδα δώστε την στον Τριαννίσσια."
ce tin aghelàta tin fiàkka doghetè-ti sto Trianniscia. Πέθανε ο πατέρας,
Epèsane o ciùri, αυτοί έμειναν με το καλό ζευγάρι
ce cini emìnane ma to zuguàri to kalò, και ο Τριαννίσσια με την άσχημη αγελάδα.
ce o Trianniscia ma tin aghelàta tin fiàkka Και τι έκανε ο Τριαννίσσια;
Ce ti èkame o Trianniscia? Πήρε και έσκισε την αγελάδα
èpiake c'eskòrcefse tin aghelàta και έριξε το δέρμα πάνω σε ένα αγριοαχλάδι.
c'embèlise to derma apànu 's a pirazzo. Το δέρμα στεγνώθηκε καλά καλά
Efristi kalà kalà, και εκείνος το έδεσε με ένα σχοινί στο σώμα του
ce on èdese m'a sfilazzo sto sòma-tu και πήγαινε περπατώντας κάνοντας το τυμπανάκι." ****
c'ìbbie pratònta c'èkanne o tamburrieri. Φτάνοντας σε ένα κανάλι,
Èftase 's a kanàli, όπου οι κλέφτες μοιράζονταν πολλά χρήματα.
pu stèane ce meràzane e ladri poddà turnìscia. Ακούσανε το τύμπανο και είπαν:
Cini kùsane to tamburri, ce ìpane: "Αφήνουμε τα χρήματα που έρχονται οι χωροφύλακες
Fìnnome ta turniscia ti èrkutte karbunnieri και μας οδηγούν στη φυλακή."
ce mas pèrnune 's tin kàrcera. Και ο Τριαννίσσια τα πήρε και επέστρεψε στο σπίτι του,
Ce o Trianniscia ta èpiake ce jùrise èssu-tu και έδειξε τα χρήματα στα αδέλφια του.
c'èdifse ta turniscia s' t'adrèffia-tu. Και τα αδέλφια του του είπαν:
Ce t'adrèffia-tu t'ùpane: "Πώς το έκανες, αδερφούλη μας;"
ka pòs èkame, adreffàci-ma? Και εκείνος είπε:
Ce cino ipe: "Έσφαξα τη δική μου αγελάδα, στέγνωσα το δέρμα και το πούλησα."
Eskòrcefsa tin aghelàta-mu, c'èfrifsa to derma ce tom pùlisa. Γύρισαν τα αδέλφια και είπαν:
Evotìsane t'adrèffia c'ìpane: "Κάνουμε κι εμείς όπως έκανε αυτός;"
kànnome puru emì sappu èkame tuo? Σκότωσαν τα βόδια και έριξαν το δέρμα σε ένα αγριοαχλάδι.
Esfàfsane ta vùja c'embelìsane to derma 's a pirazzo Το στέγνωσαν, το πήραν
ce to frìfsane ce to piàkane και πήγαν περπατώντας και πήγαιναν κάνοντας:
c'epìrtane pratònta c'ìbbia kànnonta: "Ποιος θέλει δέρμα εκατό δουκάτων.
Tis teli dèrmata es agatò dukau Το μαλλί; Σε εκατό δουκάτα το μαλλί;
to maddì? es agatò dukau to maddì? Ήρθαν οι χωροφύλακες και τους πήραν
Irtan e karbunnieri ce tus epiàkane. και τους έβαλαν στη φυλακή
ce tus ekarcerèfsane και όταν βγήκαν ήθελαν να σκοτώσουν τον αδερφό τους.
ce motti eguìkane tèla' na sfàfsu' ton aderfò-to. Αυτός πήρε ένα καλάθι και πήγε σε ένα χωριό σε έναν κρασίτη
Ce tuo èpiake 'na kofìni c'epirte 's 'a khorio 's a kantinieri και του άφησε το καλάθι και είπε:
ce t'òfike to kofìni c' ipe : "Να μη μου το αγγίξουν,
Na mi mu to 'nghìsune; που πρέπει να πάω να ακούσω τη λειτουργία."
ti evò ekho na pao na kuo lutria. Και όταν γύρισε δεν βρήκε το καλάθι
Ce motti ejùrise en ìvrike to kofìni, γιατί οι υπηρέτες του κρασίτη το πήραν
jatì e servi tu kantinieri ton ìkhane pìronta για να βάλουν μέσα τα κόπρανα.
na valu skadà ecì' essu ; Και άρχισε να τσακώνεται.
c'èpiake na kami loja. Και ο κρασίτη του είπε:
Ce o kantinieri t'upe : "Μην μιλάς άλλο
- Mi mmìliso pleo, που έχω εκατό δοκάτα και σου τα δίνω."
ti ekho agatò dukau ce su ta dio. Και όταν πήρε τα χρήματα πήρε το δρόμο και έφυγε από εκεί.
Cio motti ikhe ta turnìscia èpiake strada c'epìrte apu'ci. Και ξανά τι έκανε;
Ce mapàle tì èkame? Κρυβήθηκε στην εκκλησία, μέσα σε ένα εξομολογητήριο.
Ekrivìsti 's tin aglisia, essu 's a kunfessiunàri. Έστεκαν να θάψουν μια κυρία.
Estèa ce khònnane mia signura; Και αυτός έμεινε τη νύχτα και άνοιξε τον τάφο,
ce cio èmine tin nifta, c'ènifse to nima, την έβγαλε έξω, την έβαλε πάνω στους ώμους του και την πήγε έξω από την εκκλησία.
in èguale, in fòrtose sto nomo c'in èguale a ttin aglisia. Βρέθηκε ένα άλογο, του έβαλε ένα σακκίδιο,
Ivrik' enan ampari, t'òvale enan ambasto, έβαλε εκεί πάνω τη κυρία και πήγε στην Λέτσε.
evale ti signura cipànu ce epìrte 's Luppìo. Και ξανά έφτασε σε έναν καφετζή,
Ce mapale èstase 's a kantinìeri, όπου είχε δει τρεις όμορφες κοπέλες.
p'ùke donta tris òrie khiatere. Πήρε και κατέβασε τη κυρία και είπε στον καφετζή:
Èpiake ce katèvike ti signura, c'ipe sto kantinieri: "Την κυρία αυτή να την φυλάξετε καλά,
kratesetè-mmu-ti kalà tuti signura, να την αφήσετε να κοιμηθεί, που εγώ πάω να ακούσω τη λειτουργία.
afiketè-ti na plosi, ti evò pao na kuso lutria; Μην την ανακατέψετε."
na mi mu tin efsciopàsete. Και πήγε στην εκκλησία και γύρισε και προσποιήθηκε ότι την βρήκε νεκρή
C'epìrte 's tin aglisìa, ce jùrise ce èkame ti pesammeni, και άρχισε να κάνει λόγια.
ce ancìgnase na kai lòja. Και ο ταβερνιάρης είπε: "Μην φωνάζεις, γιατί έχω τρεις κόρες.
Ce o kantinieri ipe: na mi fonasi ti evò ekho tris kiatere; piàkone mia; Πάρε μια.
plea su piacei? Ποια σου αρέσει;"
Ce cio jàddhefse mia Και εκείνος διάλεξε μια
ce jùrise m'ittin òria khiatera es ta adrèffia-tu. και επέστρεψε με εκείνη την όμορφη κοπέλα στους αδερφούς του.
Ce ta adrèffia votìsane ce ìpane: Οι αδερφοί γύρισαν και είπαν:
Ti mas èkame tuo? "Τι μας έκανε αυτός;
Mia ce mia dio ce mia tri: Μια και μια δύο και μια τρεις:
on epiànnome, on edènnome ce ton pèrnome es ti ttàlassa: Τον παίρνουμε, τον δένουμε και τον φέρνουμε στη θάλασσα:
Ce ton efortòsane es ton nomo na to mbelìsune es ti ttàlassa. Και Τον φόρτωσαν στις πλάτες τους για να τον πετάξουν στη θάλασσα
C'eftàsane 's a tikho c'embelìsane o sakko ampì 's to tikho Και έφτασαν σε έναν τοίχο, και πέταξαν το σάκο πίσω από τον τοίχο
c'epirta na kusu lutrìa. και πήγαν να ακούσουν λειτουργία.
Ikhe a kummenenzieri pu ìstike c'endàli o fràulo, Υπήρχε ένας βοσκός που έπαιζε φλάουτο,
ce ide tuto prama, c'irte ampì sto tikho c'ipe: και είδε αυτό το πράγμα, και ήρθε πίσω από τον τοίχο και είπε:
Ce ti ekhi es tuto sakko? Και τι υπάρχει σε αυτό το σάκο;
Respùndefse o Trianniscia apù ttossu: Απάντησε ο Τριαννίσσια από μέσα:
Dela ce emba esù ti eguènno evò. έλα κι έλα μέσα που βγαίνω εγώ.
Ce o kummenenzieri on èlise c'eguìke cio apù c'essu Και ο βοσκός το έλυσε και βγήκε από εκεί μέσα
c'embike o kummenenzieri. Και μπήκε μέσα ο βοσκός.
Egguìkane ta diu adèrfia atti lutrìa, Βγήκαν οι δύο αδερφοί από τη λειτουργία,
èpirtane ce fortòsane o sakko 's to nomo πήγαν και φόρτωσαν το σάκο στις πλάτες
ce motti estàsane 's ti ttàlassa και όταν έφτασαν στη θάλασσα
on epiàkane ce on embelìsane ec'essu. το πήραν και το έριξαν μέσα.
C'epiànna ce jurìzane atti ttàlassa ce lèane: Και άρχισαν να επιστρέφουν από τη θάλασσα λέγοντας:
Libereftimòsto af safto! Γλυκάθηκες από αυτόν!
Ma motti eftàsan eci simùddhia 's to tikho, Αλλά όταν έφτασαν κοντά στον τοίχο
evrìkane to Trianniscia pu endàli o fraulo, c'ìpane: Βρήκαν τον Τριαννίσσια που έπαιζε φλάουτο, και είπαν:
Ascimi sòrta-ma! Κακιά η μοίρα μας!
Tuo ene kanen demoni pu mas pai kombònnonta. Αυτός είναι κάποιος δαίμονας που μας κοροϊδεύει
Si può iniziare la riproduzione dal rigo desiderato cliccandovi sopra. inizio brano
2012-2024
© www.rizegrike.com