Ελληνικές Ρίζες: η πύλη του γρίκου του Σαλέντο 🇮🇹
Η φωνή: η φωνή του γκρίκο σε δεκάδες ζωντανές ηχογραφήσεις.

Nina: Η φορολογία
Ce kanèa signùri,Και σε κάποιους μεγαλοκυριάρχους,
elèane ka e patèri, n'os sòzi fìi λέγανε πως οι ιερείς, για να τους αφαιρέσουν
amartìa afse cìo pu emarìzane, την αμαρτία από αυτό που έμαγάριζαν (έτρωγαν από το λίπος [που ήταν απαγορευμένο]),
ekànnan na kkutèfsun tti ttàssa. τους έκαναν να πληρώσουν τον φόρο.
Mìa forà o bonànima tu nànni mu Μια φορά η καλή ψυχή του παππού μου
ìstinne sti mmassarìa tu kiòferu. δούλευε στην αγροικία του Θεόφιλου.
Allòra, tòa ste mmassarìe ìkhan ton affìtto, Λοιπόν, τότε, στις αγροικίες [για να τις καλλιεργήσουν] πληρώνονταν το ενοίκιο [στον ιδιοκτήτη],
però ìkhan pùru e pprestaziùne: αλλά πρέπει να κάνουν και κάποιες παροχές:
ikhan na pàrun tòssu kàddhu o kalocèri, πρέπει να δώσουν τόσους κόκκορες το καλοκαίρι,
tossa ... Arnìa ... tossu kìlu tirì, tòssa arnìa, τόσα... αρνάκια! ... τόσα κιλά τυρί, τόσα αρνάκια
tòsse rikòtte. τόσες ρικότες.
Mòtti èstase i Màli Prassaì, Όταν έφτασε η Μεγάλη Παρασκευή,
ìkhan na pàrun to rùkho jakài estàze Pàska, έπρεπαν να φέρουν τα πράγματα επειδή έφτανε το Πάσχα,
tòssa agguà ... τόσα αυγά...
Allòra, o padrùna ìstinne es' Sulìtu Τότε, ο ιδιοκτήτης έμενε στο Σόλετο,
ka ìan o karrozzìni pu Sulitu. που ήταν ο Καροτζίνι του Σόλετο.
O nànni mu efòrtose o traìno, efòrtose òlo to rùkho, ο παππούς μου φόρτωσε το κάρο, φόρτωσε όλα τα πράγματα,
ce pìrte sto padrùna. και πήγε στον ιδιοκτήτη.
Motti èstase ecì o patrùna ìpe - Όταν έφτασε εκεί, ο ιδιοκτήτης είπε
arte, tòa, en è ka ìbbìe c'èrkatto - Αλλά, λοιπόν, δεν έφευγες και έρχοσουν
sakùndu àrtena mi mmajina, όπως τώρα με το αυτοκίνητο,
ka lèi: na! mian ora pào c'erko. που λες: "σε μία ώρα πάω και έρχομαι ".
Eperne mian ghiurnàta na taràssis Έπαιρνε μια μέρα για να ταράζεις (να φύγει)
attu kiòferu ce na pài ce n'arti apu Sulitu. από τον Θεόφιλο και να πάει και να έρθεις από το Σόλετο. -
O padrùna ìpe: àrte, ìpe, Ο ιδιοκτήτης είπε: τώρα. είπε
giakkè ka ìrtato, emènete, etròte ettù επειδή ήρθατε, περιμένετε, φάτε εδώ
ce poi ìpe, ce depòi pàte. και μετά, είπε, φύγετε.
Ma, ìpe o nànn imu, Μα, είπε ο παππούς μου,
allòra, ìpe, kài sakùndu tèli! τότε, είπε, κάνε όπως θέλεις!
Ipe u nànni mu o padrùna: Είπε ο ιδιοκτήτης στον παππού μου:
esì, ìpe, emarìzete o enghìzi εσείς, είπε, μαγαρίζετε (τρώτε λίπος) ή πρέπει
na sas marèfsune kanèa pràma, να σας μαγειρέψουμε κάτι;
jakài ìa' mmàli prassaì ce èkanne amartìa. πειδή ήταν Μεγάλη Παρασκευή και ήταν αμαρτία [να τρώτε με λίπος].
[]to pòpolo! []ο λαός.
Olo to ghèno tòa erispètte i lèggi na mi marìsune. Όλος ο κόσμος τότε τηρούσε τον νόμο να μην μαγαρίζουν (τρώει λίπος).
Ipe o nànni mu, m'e kalè manère, ìu ìpe Είπε ο παππούς μου, με καλούς τρόπους, έτσι είπε:
signorìno, ìpe, cìo pu tròis esù etròme emì! ... κυρίακιε, αυτό που τρως εσύ, τρώμε κι εμείς!
Nde, ìpe cìo! Όχι, είπε αυτός!
Evò, ìpe ... Esì e' sòzete fài cìo pu tròme emì, Εγώ είπε... εσείς δεν μπορείτε να φάτε αυτό που τρώμε εμείς,
ka emì, ìpe, na sòzome fài cìo pu tèlome, επειδή εμείς, για να μπορούμε να φάμε αυτό που θέλουμε
es òli ti quaresima, ekkutème i bòlla. σε όλη τη Σαρακοστή, πληρώνουμε την βόλλα.
E bòlla ìane mìa tàssa. Η βόλλα ήταν ένας φόρος.
Stin agglisìa e patèri epprofittèane Στην εκκλησία, οι ιερείς εκμεταλλεύονταν
na kuttèfsun ti bbòlla e signùri να κάνουν τους ευγενείς να πληρώσουν τη βόλλα
ka ìkhan na fàne, που ήθελαν να τρώνε [λίπος],
[perché] cìni o t'ùkhane ce tèlan pùru n'o fàne, επειδή εκείνοι είχαν [τα πράγματα] και ήθελαν να τα φάνε.
a ttokhùddhia e' kkùten tìpiti Οι φτωχοί δεν πλήρωναν τίποτα
ce e' sòzan faì tìpoti. και δεν μπορούσαν να φάνε τίποτα.
E' sòzan fài tìpoti, Δεν μπορούσαν να φάνε τίποτα,
ma a ttekhùddhia pùru e furcìne ... αλλά οι φτωχοί ακόμα και τα πιρούνια...
Eplènane, si, es plènane, Τα έπλεναν, ναι τα έπλεναν,
mòtti spìcce karnivàja eplèna te furcìne όταν τελείωνε ο Καρναβάλι έπλεναν τα πιρούνια
[casu mai], sandè tòa μήπως μείνει [κάποια ακαθαρσία], αλλιώς τότε
en plena mài pòddhì sakùndu àrtena δεν έπλεναν πολύ [προσεκτικά] όπως τώρα
ka plènome tikàne, pùru ta dàttila. που πλένουμε τα πάντα, ακόμα και τα δάχτυλα.
Allòra plènan te ffurcìne [casu mai] mìni Τότε έπλεναν τα πιρούνια μήπως μείνει
kanèa spirìn gràsso ka e' t'ùkhe mancu. κάτι λίγο λίπος, που δεν υπήρχε καν [από αυτό που μπορούσαν να φάνε].
... ...
Però cìni, ka ìkhane ekkutèan ti bbòlla Αλλά εκείνοι, που είχαν, πλήρωναν τη βόλλα
ce sòzan fài cìo pu tèlun. και μπορούσαν να φάνε αυτό που θέλανε
O nànn imu tòsson èmine. Ο παππούς μου έμεινε με έκπληξη.
Ipe, allòra ìus ene? Είπε, τότε έτσι είναι;
E signùri, m'u sòrdu, ekkutène Οι κύριοι, με τα χρήματα, πλήρωναν
ce sòzu pùru fài, και μπορούσαν να φάνε,
a ttokhùddhia e' sozan fài ka e' t'ùkhane, οι φτωχοί δεν μπορούσαν να φάνε γιατί δεν το είχαν [το φαγητό],
ma pùru ka t'ukhane e' sòzan kkutèfsi, ce allora ... αλλά ακόμα κι αν το είχαν δεν μπορούσαν να πληρώσουν, και τότε...
Pènsa ka t'agglisìa tòa approfìtte pùru Σκέψου ότι η εκκλησία τότε εκμεταλλευόταν ακόμη
pu pàu stu ..., pùru pa stu khrondù, pa stu και τους πλούσιους, τους
propretàriu, epprofìtte na sfruttèfsi ιδιοκτήτες, εκμεταλλευόταν
pùru i tàssa na kkutèfsun na fane. χρεώνοντας το φόρος για να φάνε.
Ce e patèri ti tròane? Και οι ιερείς τι έτρωγαν;
E patèri, depòi e ttus tòri tinò Οι ιερείς, τότε, δεν τους έβλεπε κανείς.
"Frateli in chiesa", elèan cìni, "ma non in pignata". "Αδέλφια στην εκκλησία", έλεγαν, "αλλά όχι στον κατσαρόλι"
E màna- mu pànta mu èle ka mìa forà Η μητέρα μου μου έλεγε πάντα ότι μια φορά
pìrte na pàri i rikòtta sto pàtera, es kascignana. πήγε να μεταφέρει ρικότα στον ιερέα του Καστρινιάνο.
Embìke cèssu, ce ìone quarèsima, Μπήκε μέσα στο σπίτι - και ήταν Σαρακοστή -
ce ìde òlo o kalò tu kristù. και είδε τόσα καλά του Θεού
Ce ìpe meh! Και είπε: "με!"
Ipe o pàtera: ros e' kordònnete ... Απάντησε ο ιερέας: Όσο δεν είσαι χορτασμένος
Esòzete fài pànta. Esòzete fài pànta. μπορείς πάντα να φας. Μπορείς να φας πάντα.
Ma o fàtto essèri pos ìane? Αλλά ξέρεις πώς ήταν το γεγονός;
ka già cìni t'ùkhane ce o tròane Αυτοί είχαν και έτρωγαν
ros e' kordònna, μέχρι να χορτάσουν
a ttokhùddhia quàsi quàsi ka mènan οι φτωχοί σχεδόν περίμεναν
tin okkassiùna atti Quarèsima, την ευκαιρία της Σαρακοστής,
ma mi, ma mi fàne, ka, spìri ka e' t'ùkhane, για να μην, να μη φάνε, γιατί, λίγο οτι δεν το είχαν,
a spirì min skùsa atti Quarèsima λίγο με το πρόσχημα της Σαρακοστής,
sparagnèan pùru kanèa kuddhurài, εξοικονομούσαν ακόμη και μικρό κομμάτι τυρί,
pùru ka t'ùkhane, ja mòtti spiccèi i Quarèsima. αν το είχαν, για όταν τελείωνε η Σαρακοστή.
Allòra èkanne mia stràda ce dìo servìzi. Τότε έκανες ένα ταξίδι και δύο υπηρεσίες.
Si può iniziare la riproduzione dal rigo desiderato cliccandovi sopra. inizio brano
2012-2024
© www.rizegrike.com